πειρᾶσθε

πειρᾶσθε
πειράω
attempt
pres imperat mp 2nd pl
πειράω
attempt
pres subj mp 2nd pl
πειράω
attempt
pres ind mp 2nd pl (epic)
πειράω
attempt
pres subj act 2nd pl (epic)
πειράω
attempt
imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic)
πειράζω
make proof
fut ind mid 2nd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πειρᾶσθ' — πειρᾶσθα , πειράω attempt pres subj act 2nd sg (epic) πειρᾶσθε , πειράω attempt pres imperat mp 2nd pl πειρᾶσθε , πειράω attempt pres subj mp 2nd pl πειρᾶσθε , πειράω attempt pres ind mp 2nd pl (epic) πειρᾶσθε , πειράω attempt pres subj act 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξισώνω — (AM έξισῶ, όω) 1. κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο («καὶ τὸν λόγον ἐξισῶσαι τοῑς τηλοικούτοις ἔργοις», Διόδ. Σικ.) 2. έρχομαι στην ίδια κατάσταση με κάποιον άλλο («ὅκως ἄν ἐξισωθείη τῷ Ἑλληνικῷ τὸ Περσικόν», Ηρόδ.) 3. παθ. είμαι εφάμιλλος, έχω την ίδια …   Dictionary of Greek

  • προάγω — ΝΜΑ [άγω] 1. οδηγώ κάποιον προς τα εμπρός, προπορευόμενος οδηγώ κάποιον κάπου («καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὅν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς», ΚΔ) 2. ενεργώ ώστε να προοδεύσει κάποιος ή κάτι, να βελτιωθεί, να αναπτυχθεί (α. «χρέος μας είναι να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”